- τετραδραχμιαῖος
- τετραδραχμιαῖος, ον,A of 4 drachmas per mina per month,
τόκος IG 5(1).1146.36
(Gythium, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόκος IG 5(1).1146.36
(Gythium, i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραδραχμιαίος — αία, ον, Α 1. τετράδραχμος 2. (για τόκο) αυτός που αποδίδει τέσσερεις δραχμές κατά μία μνα μηνιαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδραχμος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετραδραχμιαίους — τετραδραχμιαῖος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)